ωοτοκώ

ωοτοκώ
ᾠοτοκῶ, -έω, ΝΜΑ [ωοτόκος]
(αμτβ.) (για ζώο) α) γεννώ αβγά
β) είμαι ωοτόκος, αναπαράγομαι με ωοτοκία
αρχ.
1. (για φυτό) παράγω σπόρο
2. (το ουδ. μτχ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) τὰ ᾠοτοκοῡντα
τα ωοτόκα
3. παθ. ᾠοτοκοῡμαι, -έομαι
γεννιέμαι όπως το αβγό («τῶν ζῴων τὰ μὲν ζωοτοκεῑται, ὡς ἄνθρωπος, τὰ δ' ᾠοτοκεῑται, ὡς ὄρνιθες», Σέξτ. Εμπ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ζωοτοκώ — (Α ζωοτοκῶ, έω) [ζωοτόκος] είμαι ζωοτόκος, γεννώ ζώντα, άρτια ζώα, αντίθ. ωοτοκώ αρχ. 1. παρέχω ζωή, προικίζω με ζωή 2. (η μτχ. ουδ. στον πληθ.) τὰ ζωοτοκοῡντα τα ζωοτόκα ζώα, αυτά που γεννούν ζώντα τα τέκνα τους 3. παθ. ζωοτοκοῡμαι, έομαι… …   Dictionary of Greek

  • τίκτω — ΝΜΑ (λόγιος τ.) 1. (για γυναίκες και θηλυκά ζώα) γεννώ (α. «ἡ Παρθένος σήμερον τὸν ὑπερούσιον τίκτει», Απολυτίκιο Χριστουγέννων β. «ὅν τίκτε Διὶ φίλος ἱππότα Φυλεύς», Ομ. Ιλ. γ. «Στάσις καὶ Κρόνος... τίκτετον τύραννον», Κρατίν.) 2. (για πτηνά)… …   Dictionary of Greek

  • ωογονώ — έω, Μ γεννώ αβγά, ωοτοκώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ᾠόν «αβγό» + γονῶ (< γόνος < γόνος < γίγνομαι)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”