- ωοτοκώ
- ᾠοτοκῶ, -έω, ΝΜΑ [ωοτόκος](αμτβ.) (για ζώο) α) γεννώ αβγάβ) είμαι ωοτόκος, αναπαράγομαι με ωοτοκίααρχ.1. (για φυτό) παράγω σπόρο2. (το ουδ. μτχ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) τὰ ᾠοτοκοῡντατα ωοτόκα3. παθ. ᾠοτοκοῡμαι, -έομαιγεννιέμαι όπως το αβγό («τῶν ζῴων τὰ μὲν ζωοτοκεῑται, ὡς ἄνθρωπος, τὰ δ' ᾠοτοκεῑται, ὡς ὄρνιθες», Σέξτ. Εμπ.).
Dictionary of Greek. 2013.